αγαστος

αγαστος
    ἀγαστός
    3
    (ᾰγ) достойный восхищения, замечательный, изумительный Aesch., Eur., Xen., Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγαστος" в других словарях:

  • ἀγαστός — admirable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαστός — ή, ό (Α ἀγαστός, ή, όν) [ἀγάζομαι] θαυμάσιος, αξιοθαύμαστος …   Dictionary of Greek

  • αγαστός — ή, ό άξιος θαυμασμού· κυρ. στη φράση: Συνεργάζονται με αγαστή σύμπνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαστά — ἀγαστός admirable neut nom/voc/acc pl ἀγαστά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc/acc dual ἀγαστά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστῶν — ἀγαστός admirable fem gen pl ἀγαστός admirable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστόν — ἀγαστός admirable masc acc sg ἀγαστός admirable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστοί — ἀγαστός admirable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστοῦ — ἀγαστός admirable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστούς — ἀγαστός admirable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστῆς — ἀγαστός admirable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαστή — ἀγαστός admirable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»